- πεντάρα
- η1. χάλκινο ή μεταλλικό νόμισμα αξίας πέντε λεπτών, το οποίο χρησιμοποιούσαν παλαιότερα και ισοδυναμούσε με το 1/20 τής δραχμής ή με μισή δεκάρα2. το κοκάλινο ορθογώνιο πούλι τού ντόμινου που φέρει το κάθε μισό του ανά πέντε στίγματα, διπλό πέντε3. ομάδα ή σύνολο από πέντε ομοειδή αντικείμενα, πεντάδα4. στρατ. ονομασία πειθαρχικής φυλάκισης που διαρκεί πέντε ημέρες5. φρ. α) «δεν αξίζει μια πεντάρα» — ή «δεν αξίζει πεντάρα»(για πρόσ. ή πράγματα) είναι εντελώς ασήμαντος, μηδαμινής αξίαςβ) «δεν έχω πεντάρα» — δεν έχω καθόλου χρήματα, είμαι αδέκαροςγ) «δεν δίνω πεντάρα» — αδιαφορώ τελείωςδ) «μιας πεντάρας δουλειά δεν είναι άξιος να κάνει» — είναι εντελώς ανίκανος να φέρει σε πέρας κάτι6. στον πληθ. πεντάρες(σε παιχνίδι) η περίπτωση κατά την οποία και τα δύο ζάρια δείχνουν τον αριθμό πέντε.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέντε + κατάλ. -άρα (πρβλ. δεκ-άρα)].
Dictionary of Greek. 2013.